παρανομίας

παρανομίας
παρανομίᾱς , παρανομία
transgression of law
fem acc pl
παρανομίᾱς , παρανομία
transgression of law
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • беззаконьныи — (268) пр. Беззаконный, противозаконный, противоречащий христианскому учению или законам, установленным церковной или светской властью: по своимъ безаконьныимъ начинаниѥмъ. отъ х҃вы цр҃кве отълоучены. (ἀϑεμίτους) ΚΕ XII, 175б; отъстоупить… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καταναγκασμός — Έννοια που απασχολεί τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πρακτική του δικαίου, γιατί αναφέρεται τόσο στη νόμιμη όσο και στην παράνομη χρήση βίας. Ο κ. υπόκειται γενικά σε τριών ειδών διακρίσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα σε… …   Dictionary of Greek

  • λαγωνικός — ή, ό (Μ λαγωνικός, ή, όν) 1. (για σκύλο) εκπαιδευμένος να ανιχνεύει λαγούς 2. το ουδ. ως ουσ. το λαγωνικό(ν) παραλλαγή κυνηγετικού σκυλιού που χρησιμεύει ιδίως για το κυνήγι λαγών και το οποίο έχει λεπτό και μακρύ σώμα, κοντό τρίχωμα, μακριά… …   Dictionary of Greek

  • παρανομία — η, ΝΜΑ [παράνομος] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρανομώ, η παράβαση τών νόμων ή κανόνων τής ευπρέπειας ή τής τάξης, παράνομη πράξη νεοελλ. δράση, πολιτική ή κοινωνική, έξω από την παραδεδεγμένη νομιμότητα αρχ. ως κύριο όν. Παρανομία η αδικία …   Dictionary of Greek

  • πιετισμός — Θρησκευτική κίνηση που αναφάνηκε το 17o αι. στους κόλπους του λουθηρανισμού, υπό την ηγεσία του Φίλιπ Γιάκομπ Σπένερ (1635 1705), ο οποίος εξέθεσε τις βάσεις της κίνησης στο έργο τουΕυσεβείς πόθοι (Pia desideria, 1675). Οι πιετιστές είχαν σκοπό… …   Dictionary of Greek

  • υποπλέω — ὑποπλέω, ΝΜΑ, και ιων. ποιητ. τ. ὑποπλώω, Α [πλέω] ναυτ. πλέω κοντά στην ξηρά αποφεύγοντας τον άνεμο, παραπλέω τις ακτές μσν. μτφ. (σχετικά με μια αρνητική κατάσταση) μένω ανέγγιχτος («παρανομίας θάλασσαν ύπέπλευσαν άβρόχως», Μηναί.) αρχ. πλέω… …   Dictionary of Greek

  • Γέρινγκ, Ρούντολφ φον- — (Rudolf von Jhering, Άουριχ, Κάτω Σαξονία 1818 – Γκέτινγκεν 1892). Γερμανός νομομαθής και πανεπιστημιακός. Διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Βασιλείας, του Ροστόκ, του Κίελου, του Γκίσεν, της Βιέννης και του Γκέτινγκεν, και θεωρείται ένας… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”